- προστατίτιδα
- [-ις (-ιδος)] η мед. простатит, воспаление предстательной железы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προστατίτιδα — η, Ν ιατρ. οξεία ή χρόνια φλεγμονή τού προστάτη η οποία μπορεί να οφείλεται σε λοίμωξη τού ουροποιογεννητικού συστήματος από κοινά μικρόβια ή από γονόκοκκο και να έχει μερικές φορές ως αφετηρία ένα αδένωμα τού προστάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… … Dictionary of Greek
βλεννόρροια — Αφροδίσιο νόσημα, η εμφάνιση του οποίου οφείλεται στον γονόκοκκο του Νάισερ και η μετάδοσή του γίνεται με τη συνουσία. Πρόκειται για ένα είδος φλεγμονής της ουρήθρας, που προκαλείται μετά από επώαση του μικροβίου, η οποία διαρκεί 2 5 μέρες, και… … Dictionary of Greek
περιπροστατίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή τού γύρω από τον προστάτη ιστού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. periprostatite (< περι * + προστατίτιδα*)] … Dictionary of Greek
προστατόρροια — η, Ν ιατρ. η εκροή από την ουρήθρα βλεννώδους υγρού προστατικής προελεύσεως, η οποία παρατηρείται στη χρόνια προστατίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. prostatorrhea < προστάτης + ῥοῖα «ροή»] … Dictionary of Greek